- υποτάσσομαι
- υποτάσσομαι, υποτάχθηκα και υποτάχτηκα, υποταγμένος βλ. πίν. 28
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ὑποτάσσομαι — ὑποτάσσω place pres ind mp 1st sg ὑποτάσσω place pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… … Dictionary of Greek
δαμάζω — (AM δαμάζω) 1. κατανικώ, καταβάλλω 2. (για άγρια ζώα) ημερώνω, τιθασεύω μσν. νεοελλ. 1. (για φωτιά) σβήνω, καταστέλλω 2. (για ισχυρά συναισθήματα ή πάθη) συγκρατώ, ελέγχω νεοελλ. 1. επιβάλλω πειθαρχία σε κάποιον, τόν αναγκάζω να περιορίσει κακές… … Dictionary of Greek
δουλώνω — (AM δουλῶ, όω) υποδουλώνω, υποτάσσω, σκλαβώνω μσν. νεοελλ. (για ακίνητα) υποθηκεύω νεοελλ. κάνω κάποιον υποχείριο, υποτελή μσν. 1. (για γυναίκα) υποτάσσομαι στον άντρα 2. υπηρετώ, δουλεύω σε κάποιον αρχ. καταβάλλω, δεσμεύω, ταπεινώνω … Dictionary of Greek
εθελοδουλεύω — γίνομαι με τη θέληση μου δούλος, υποτάσσομαι θεληματικά … Dictionary of Greek
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
καθυπάγω — (AM) παθ. καθυπάγομαι υπάγομαι στην εξουσία κάποιου, υποτάσσομαι («τὴν βασιλεύουσαν πόλιν τυραννικῆ δουλείᾳ... καθυπηγμένην», Ευσ.) μσν. 1. καταστρέφω εντελώς 2. παθ. ανήκω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ άγω] … Dictionary of Greek
καθυποζεύγνυμι — (Α) (επιτατ. τού υποζεύγνυμι) 1. βάζω κάτω από τον ζυγό, υποτάσσω 2. μέσ. καθυποζεύγνυμαι υποτάσσομαι ολοκληρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + υπο ζεύγνυμι «βάζω κάτω από τον ζυγό»] … Dictionary of Greek
καθυποκύπτω — (Μ) (επιτατ. τού υποκύπτω) 1. υποτάσσομαι 2. υποτάσσω κάποιον, υποδουλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + υπο κύπτω] … Dictionary of Greek
κατακλίνω — (AM κατακλίνω) 1. βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση («δόρυ κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί («ἡ δὲ παιδίον κατέκλινε», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατακλίνομαι ξαπλώνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω μσν. μτφ. παίρνω τον κατήφορο … Dictionary of Greek